-
1 μελοποιέω
2 compose music, IG3.78 (ii A. D.).3 write melodiously,πᾶσαν τὴν ποίησιν Ath.14.632d
.—A [tense] pf. part. [voice] Pass. with double redupl. μεμελοπεποιημένος, Id.10.453d.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μελοποιέω
См. также в других словарях:
μελοποιώ — (Α μελοποιῶ, έω) [μελοποιός] συνθέτω τη μουσική πεζού ή ποιητικού έργου 2. συνθέτω λυρικά ποιήματα αρχ. 1. προσαρμόζω ποιήματα στη μουσική («ἐλεγεῑα μεμελοποιημένα», Πλούτ.) 2. εκφράζω κάτι με μουσική … Dictionary of Greek